-
1 φθίνουσα
φθί̱νουσα, φθίωks̥i-pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
2 φθινούσας
φθῑνούσᾱς, φθίωks̥i-pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)φθῑνούσᾱς, φθίωks̥i-pres part act fem gen sg (doric)φθινούσᾱς, φθινάωpres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)φθινούσᾱς, φθινάωpres part act fem gen sg (epic doric ionic)φθινούσᾱς, φθινέωpres part act fem acc pl (attic epic doric)φθινούσᾱς, φθινέωpres part act fem gen sg (doric) -
3 φθίω
φθίω, ἔφθιον, each once in Hom. (v. infr. 1.2), the common [tense] pres. being [full] φθίνω, Od.5.161, al. (also [full] φθινύθω, q. v.): [tense] impf.Aἔφθῐνον Hdt.3.29
, Pl.Ti. 77a: [tense] fut. and [tense] aor. φθ (ε) ίσω, e)/fq (e) ισα and ἔφθῐσα (v. infr. 11): [tense] pf. ἔφθῐκα v. l. in Dsc.Praef.6 (cf. φθινάω), ([etym.] ἀπ-) Them.Or.28.341d:—[voice] Med. and [voice] Pass. (in same sense), [tense] fut. φθίσομαι (leg. φθείσομαι, in view of φθείσω, v. infr. 11) Il.11.821 ( φθειται PGen. (ii B. C.)), 19.329, 24.86 (v.l.), Od.13.384: [tense] aor. 1 φθίσασθαι ([etym.] ἀπο-) Q.S. 14.545: [ per.] 3pl. [tense] aor. [voice] Pass. ἔφθῐθεν, v. ἀποφθίνω: [tense] aor. 2ἐφθίμην, ἔφθῐσο A.Th. 971
(lyr.);ἔφθῐτο Il.18.100
, Thgn.1141 (nisi leg. ἔφθιται), A.Eu. 458, S.OT 962, E.Alc. 414 (lyr.); [ per.] 3pl.ἐφθίατο Il.1.251
; imper. [ per.] 3sg. φθίσθω ([etym.] ἀπο-) 8.429; [dialect] Ep. subj.φθίεται 20.173
,φθιόμεσθα 14.87
; opt. φθίμην ([etym.] ἀπο-) Od.10.51, φθῖτο ([etym.] φθῖτ') 11.330 (the v.l. φθεῖτ' is incorrect); inf.φθίσθαι Il.9.246
, 13.667, Od.14.117, 15.354, ([etym.] κατα-) 2.183 (always with incorrect v. l. φθεῖσθαι); part. φθίμενος, v. infr. 1.2: rare in [tense] pf.,ἔφθιται Od.20.340
, [ per.] 3pl.ἐξ-έφθινται A.Pers. 679
(lyr.). [Hom. has [pron. full] ῑ in φθίῃς (infr.1.2), [pron. full] ῐ in ἔφθιεν (infr.), φθιόμεσθα, φθίεται: [pron. full] ῑ always in [tense] fut. and [tense] aor. φθίσω, φθίσομαι, ἔφθισα (sed v. infr. 11), cf. φθῑσήνωρ, φθῑσίμβροτος (qq. v.): [pron. full] ῐ always in [tense] aor. and [tense] pf. [voice] Pass. (v. supr.), exc. in opt. (v. supr.):—Hom. also uses [pron. full] ῑ in φθίνω (prob. fr. Φθῐ-νϝω, cf. φθίνυθω ) whereas [pron. full] ῐ always in φθῐνω in Pi. and Trag., who use [pron. full] ῐ even in ἔφθισα, v. infr. 11.] (Cf. ψίνω, ψινάς, ψίσις: φθῐ- and ψῐ- correspond to Skt. k[snull ]i-, [tense] pres. k[snull ]iṇā´ti, k[snull ]iṇóti, 'he destroys', [voice] Pass. K[snull ][imacracute]yante 'they perish', ák[snull ]itas ( = ἄφθιτος) 'imperishable', [tense] fut. stem k[snull ]e[snull ]ya- ( = φθεισο-), [tense] aor. stem k[snull ]e[snull ]- (= φθεις-).)I decay, wane, of Time, πρίν κεν νὺξ φθῖτο (opt. [tense] aor. ) first would the night be come to an end, Od.11.330:τῆς νῦν φθιμένης νυκτός S.Aj. 141
(anap.); in this sense mostly in [tense] pres. φθίνω, φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα they wane or pass away, Od.11.183, etc.; μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω let not thy life be wasted, 5.161: esp.b of the moon, wane, [σελήνη] αὐξανομένη καὶ φθίνουσα Arist.Cael. 291b20
; hence, in monthly reckoning, μηνῶν φθινόντων in the moon's wane, i.e. towards the month's end, 10.470, etc.; later, μὴν φθίνων, the last decad, IG12.298.17, 328.13, Th.5.54, etc.; opp. ἱστάμενος (ἵστημι B. 111.4
), μεσῶν, but in Hom., the second half of the month ([etym.] τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο), Od.14.162, 19.307.c of the stars, decline, set, A.Ag.7 (prob. interpol.).2 of persons, waste away, pine, perish,ὥς κε δόλῳ φθίῃς Od.2.368
(perh. [tense] aor. subj. with [pron. full] ῑ metri grat.); ἤτοι ὁ τῆς ἀχέων φρένας ἔφθιεν was wasting away in mind, Il.18.446 (perh. trans., causing his heart to pine; prob. [tense] impf., but possibly [tense] aor.);φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ E.Alc. 203
; ; οἱ φθίνοντες consumptive people, Hp.Aph.3.10, cf. Epid.1.24.b of life, strength, etc.,οὐ φθίνει ἀρετά Pi.P.1.94
;φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς φ. δὲ σώματος S.OC 610
, cf. OT 665 (lyr.);ὕβρις.. ἀνθεῖ τε καὶ πάλιν φ. Id.Fr. 786
;ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν Id.Tr. 548
;τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει E.Fr.415.5
, cf. Pl.Phd. 71b, Ti. 81b, etc.; c. dat. modi,πόλις φθίνουσα μὲν κάλυξιν.., φθίνουσα δ' ἀγέλαις S.OT25
; of things, fade away, disappear,ἐδεστὸν ἐξ αὑτοῦ φ. καὶ ψῇ Id.Tr. 677
;τὸ σῶμα φθίνει Hp.Loc.Hom.24
; metaph., (lyr.), cf. Ant. 1013:—[voice] Pass.,αὐτὸς φθίεται Il.20.173
, cf. 14.87; more freq. in [tense] fut. and [tense] aor., ἤδη φθ<ε> ίσονται 11.821, cf. 19.329, Od.13.384;τηλόθι πάτρης ἔφθιτο Il.18.100
; ;νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φθίσθαι 13.667
; ; πρὸς φίλου ἔφθισο wast slain by.., A.Th. 971 (lyr.), cf. E.Med. 1414 (anap.): freq. in part. φθίμενος, slain, dead, Od.11.558, al.;χερσὶν ὑπ' Ἀργείων φθίμενος Il.8.359
;ἐν πολέμῳ φθίμενον IG12
. 976; φθίμενοι the dead,φθιμένοισι μετείην Od.24.436
; πενθήσει βασιλῆ φ. Orac. ap. Hdt.7.220, cf. Euph.21;φθιμένων ζῳῶν τε φωτῶν Pi.I. 4(3).10(28)
, cf. B.5.83;φθιμένοισιν A.Th. 732
(lyr.); , cf. Ant. 836 (anap.);μηδέτιν' εἰπεῖν.. φθιμένων E.Hec. 137
(anap.): less freq. c. Art. (cf. φθιτός), τὸν φθίμενον A.Th. 336
(lyr., codd.);τῶν φ. Id.Ag. 1023
(lyr.);τῶν πρότερον φ. Id.Ch. 403
(anap.); φ. δέμας, σῶμα, mortal, IG9(1).882.9,12 (Corc.); Φθιμένη Perishing, personified as a goddess,Φυσώ τε Φ. τε Emp. 123.1
: rare in Prose,τοῖς φθιμένοις X.Cyr.8.7.18
.II Causal, in [tense] fut. φθ (ε) ίσω, [tense] aor. 1 ἔφθ (ε) ισα (usu. written φθίσω, ἔφθισα in codd., but correctly φθεισαν (Od.20.67 ) in PHib.1.23 (iii B. C.), φθείσει (Il.6.407) in cod. A and Et.Gen.cod.B (Miller Mélanges 300)), cause to decay or pine away, consume, destroy,φθ (ε) ίσει σε τὸ σὸν μένος Il.6.407
; τὸν Πάτροκλος ἔμελλε φθ (ε) ίσειν 16.461, cf. 22.61; ; ; τόν ἔθελον φθ (ε) ῖσαι ib. 428;τοκῆας.. φθ (ε) ῖσαν θεοί 20.67
: rare in Trag. (only lyr., and in the form ἔφθῐσα), Μοίρας φθίσας A.Eu. 173
;τὸν.. ὑπὸ σῷ φθίσον κεραυνῷ S.OT 202
; ap. D.L.8.23; νῦν σε μοῖρα.. φθίνει, φθίνει dub. in S.El. 1414 (lyr., fort. σοι). -
4 γῆ
γῆ, ἡ, occasionally in Hom., freq. in Hes., and the only form in [dialect] Att. Prose for γαῖα: dualA : pl. rare, , ([place name] Zelea), etc., AP9.430 (Crin.): gen.γεῶν Hdt.4.198
, GDI5755.14 ([place name] Mylasa); (ii B. C.): acc. γέας [Democr.] 299, SIG46.3 (Halic.),γᾶς PTeb.6.31
(ii B. C.), Str. 2.5.26; Cypr.ζᾶς Inscr.Cypr.135.30
H.: dat. pl. γέαις prob. in CIG 2693f9 ([place name] Mylasa), LW415.9 (ibid.):— earth (including land and sea, Sapph.Supp.5.2) opp. heaven, or land opp. sea,Γῆ τε καὶ Ἠέλιος καὶ Ἐρινύες Il.19.259
, cf. 3.104; τίς γῆ; Od.13.233;γῆς περίοδοι Hdt.4.36
, Arist.Mete. 362b12, title of work by Hecat.: personified, Il. l.c., A.Th.69, Pers. 629, etc.; κατὰ γῆν on land, by land, opp. ναυσί, Th. 1.18; opp. ἐκ θαλάσσης, Id.2.81;κατὰ γῆν στέλλεσθαι X.An.5.6.5
, etc.; ἐπὶ γῆς on earth, opp. νέρθε, S.OT 416; κατὰ γῆς below the earth, A.Ch. 377, 475, etc.; ; ;γᾶς ὑπένερθε Pi.Fr. 292
: gen. with local Adverbs, ; ποῦ, ποῖ, ὅποι γ., S.OT 108, Ph. 1211, El. 922;ὅπου γ. Ar.Av. 9
.2 earth, as an element, Xenoph.27, Anaxag.4, Pl.Prt. 320d, Lg. 889b, Arist.Metaph. 989a5, Cael. 306a18, etc.b γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν, as tokens of submission, Hdt.5.18, Lycurg.71;γῆν καὶ ὕδωρ διδόναι Hdt.5.18
, al.II land, country,καὶ γῆν καὶ πόλιν A.Eu. 993
; γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνεσθαι, διώκειν, from land to land, Id.Pr. 682, Ar. Ach. 235; ; one's native land, Tyrt.12.33, Thgn.1213, A.Supp. 890 (lyr.), S.OC 441, E.Ph. 1090; freq. omitted with art., ἐκ τῆς ἐμαυτοῦ (sc. γῆς) , etc.2 freq. in Trag., city, .III the earth or ground as tilled,ἄροτον γῆς S.OT 270
; γᾶ φθίνουσα ib. 665, etc.; τὴν γῆν ἐργάζεσθαι, θεραπεύειν, till the ground, Pl.R. 420e, X.Oec.5.12;τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα Id.Mem.4.3.10
.IV of particular kinds of earth or minerals, e.g. fuller's earth. Thphr.Char.10.14, cf. Gal.12.168;Κιμωλία γ. Ar.Ra. 712
, cf. Hp.Mul.2.189. -
5 τρύχω
Aτρύχεσκεν A.R.2.473
: [tense] fut.τρύξω Od.17.387
:—[voice] Pass., [tense] pres. and [tense] impf., v. infr.: the [tense] pf. is supplied by τρύω and τρυχόω: cf. κατατρύχω:—wear out, waste, consume,τρύχουσι δὲ οἶκον Od.1.248
, 16.125;οἵ τε [κηφῆνες] μελισσάων κάματον τ. Hes.Op. 305
; πτωχὸν οὐκ ἄν τις καλέοι τρύξοντα ἓ αὐτόν no one would invite a beggar to eat him out of house and home, Od. 17.387;τρύχω βίον ἐν κακότητι Thgn.913
; τρύχει τὰ νουσήματα, i.e. get the better of, cure, the disease, Hp.Morb.Sacr.18; τρύχουσιν ἔρωτες, τρύχει πόθος, AP12.88,143; distresses, afflicts,S.
OT 666 (lyr.);τρύχουσα σαυτήν E.Hel. 1286
;τ. στρατείαις τὴν πόλιν X.HG5.2.4
:—[voice] Pass., to be worn out,τρυχόμενος Od.1.288
, 2.219, cf. Thgn.752;τρύχεσθαι λιμῷ Od.10.177
; (lyr.); (lyr.);ἀμπλακίαις E.Hipp. 147
(lyr.);τῇ προσεδρείᾳ Th.1.126
;κατ' οἶδμ' ἅλιον E.Hel. 521
(lyr.);ἐτρυχόμεσθα.. ὁδοιπλανοῦντες Ar.Ach.68
;δυσμενέων ἄστυ τ. Sol.3.22
: c. gen., σου τρυχόμεθ' ἤδη τρία καὶ δέκ' ἔτη we have pined for thee.., Ar. Pax 989 (anap.).
См. также в других словарях:
φθίνουσα — φθί̱νουσα , φθίω ks̥i pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη … Dictionary of Greek
συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
φθινούσας — φθῑνούσᾱς , φθίω ks̥i pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) φθῑνούσᾱς , φθίω ks̥i pres part act fem gen sg (doric) φθινούσᾱς , φθινάω pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) φθινούσᾱς , φθινάω pres part act fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
κένωση — η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) [κενώ] 1. το άδειασμα 2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση νεοελλ. το σερβίρισμα αρχ. 1. ιατρ. ελάττωση τού αίματος, πενιχρή δίαιτα 2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek